ἀσυνήθη

ἀσυνήθη
ἀσυνήθης
unaccustomed
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀσυνήθης
unaccustomed
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀσυνήθης
unaccustomed
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

  • φωσβιτίνη — η, Ν (βιοχ.) φωσφοπρωτεΐνη με ασυνήθη σύσταση αμινοξέων, καθώς το ένα τρίτο από αυτά που περιέχει αντιπροσωπεύεται από το αμινοξύ φωσφοβερίνη, η οποία απαντά στον κρόκο τού αβγού, ιδίως τών αμφιβίων, καθώς και στο σπέρμα τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο …   Dictionary of Greek

  • Κολοράντο — I (Colorado). Πολιτεία (269.595 τ. χλμ., 4.417.714 κάτ. το 2001) των κεντροδυτικών ΗΠΑ, με πρωτεύουσα το Ντένβερ. Συνορεύει στα Β με το Γουαϊόμινγκ και τη Νεμπράσκα, στα Α με τη Νεμπράσκα και το Κάνσας, στα Ν με την Οκλαχόμα και το Νιου Μέξικο… …   Dictionary of Greek

  • Ντόιλ, Άρθουρ Κόναν — (Sir Arthur ConanDoyle, Εδιμβούργο 1859 – Κρόουμπορο, Σάσεξ 1930). Βρετανός συγγραφέας. Μαθητής των ιησουιτών, πήρε δίπλωμα ιατρικής και υπηρέτησε ως γιατρός σε πλοίο, ταξιδεύοντας στην Αρκτική και στις ακτές της Αφρικής. Μετά την επιστροφή του… …   Dictionary of Greek

  • Σπαταλάς, Γεράσιμος — Έλληνας φιλόλογος, λογοτέχνης και μετρικός (Κέρκυρα 1887 Αθήνα 1971). Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Ίδρυσε το περιοδικό Μαύρος Γάτος (1920 1921). Σε νεαρότερη ηλικία δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, που απάνθισμα τους αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • ВАРВАРА — [греч. Βαρβάρα] († ок. 306), вмц. (пам. 4 дек., пам. зап. 15, 17 дек.). Житие Род. в семье знатного и богатого язычника топарха Диоскора. Желая скрыть единственную дочь от взглядов мужчин, он велел построить в своем имении высокую башню, где и… …   Православная энциклопедия

  • ГАЛАКТИОН И ЕПИСТИМИЯ — [греч. Γαλακτίων καὶ ᾿Επιστήμη] (III или нач. IV в.), мученики (пам. 5 нояб. и в Соборе Синайских преподобных), пострадали в гонения имп. Деция или имп. Диоклетиана. Первоначальная греч. версия их жития, к рая не претерпела в дальнейшем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”